Ντβόρζακ, Αντονίν

Ντβόρζακ, Αντονίν
(Antonin Dvorak, Νεχαλόζεβες, Πράγα 1841 – Πράγα 1904). Βοημός συνθέτης. Από φτωχούς γονείς –ο πατέρας του ήταν ο χασάπης του χωριού– ο Ν. από μικρό παιδί έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική ακούγοντας και συχνά ακολουθώντας στα μικρά τους ταξίδια τις τοπικές ορχήστρες. Κανονικά μαθήματα μουσικής όμως μόνο το 1857 μπόρεσε να αρχίσει, όταν πήγε στην Πράγα για να φοιτήσει στη Σχολή Εκκλησιαστικού Οργάνου της μουσικής Εταιρείας της Εκκλησίας της Βοημίας. Για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του, αναγκαζόταν να συμμετέχει σε μικρές ορχήστρες τρίτης τάξης που έπαιζαν στα καφενεία. Σε ηλικία 21 ετών, ο Ν. είχε την τύχη να προσληφθεί ως δάσκαλος της βιόλας στο Εθνικό θέατρο της Πράγας που είχε εγκαινιαστεί ακριβώς εκείνη τη χρονιά από τον Σμέτανα. Η θέση του βιολιστή του έδωσε την ευκαιρία να μελετήσει σύνθεση και να αποκτήσει παρτιτούρες και πιάνο. Λίγα χρόνια αργότερα κατάφερε να βελτιώσει ακόμα τη θέση του, όταν διορίστηκε οργανίστας εκκλησίας με καλύτερη και πιο σίγουρη αμοιβή. Τριάντα χρονών παντρεύτηκε. Όταν κυκλοφόρησαν μεταξύ των Βοημών μαέστρων και μουσικοκριτικών, τα πρώτα του έργα για ορχήστρα προκάλεσαν μεγάλο ενδιαφέρον και η πρώτη του όπερα Ο βασιλιάς και ο καρβουνιάρης (1874) παίχτηκε στο Εθνικό Θέατρο. Ο Αυστριακός υπουργός Καλών Τεχνών φρόντισε να του δοθεί ένα μηνιαίο επίδομα, ύστερα από σχετική πρόταση του Μπραμς, που πάντα στάθηκε φίλος του Ν. Εκείνη την εποχή ο Ν. σύνθεσε θαυμάσιους σλάβικους χορούς για πιάνο για 4 χέρια, χάρη στους οποίους έγινε διάσημος σε όλη την Ευρώπη· αργότερα, με το Stabat mater (1877), μετά τις μεγάλες του επιτυχίες στην πατρίδα του και στο εξωτερικό, δέχτηκε την πρόσκληση της Μ. Βρετανίας, όπου έλαβε μέρος σε πολλά φεστιβάλ διευθύνοντας δικές του συνθέσεις και πήρε παραγγελίες για καινούρια έργα. Ακολούθησαν άλλες όπερες (μεταξύ των οποίων οι Βάντα, 1877, Ντιμίτρι (1822), Γιακομπίν, 1889), πέντε συμφωνικά ποιήματα, αρκετές ουβερτούρες (Καρναβάλι, Σπίτι μου), εννέα συμφωνίες, τρία κοντσέρτα (ένα για βιολί, ένα για πιάνο και ένα για βιολοντσέλο) και πολλές ραψωδίες και σερενάτες. Σε αυτές τις τελευταίες κυρίως συνθέσεις, ο Ν. κατόρθωσε να συνδυάσει σε μια παρτιτούρα που σεβόταν όλους τους κανόνες του ρομαντισμού, το χορωδιακό πάθος των τραγουδιών της πατρίδας του, την περήφανη νοσταλγία που διακρίνει τις μπαλάντες και τους χορούς της Βοημίας. Αυτό το στοιχείο των λαϊκών τραγουδιών υπήρξε το πιο χαρακτηριστικό ολόκληρης της παραγωγής του Ν., ο οποίος συγχρόνως με τον Γκριγκ στη Νορβηγία, την Ομάδα των Πέντε στη Ρωσία, τον Τουρίνα και το Αλμπένιθ στην Ισπανία, καθώς και με τον Σμέτανα στην ίδια τη Βοημία, ξεχώρισε από το λαϊκό φόντο τα θέματα μιας αρχαϊκής μελωδίας, χαρακτηριστικά μιας ορισμένης ευαισθησίας και ορισμένων ηθών, δίνοντας έτσι στις όπερες και στις συμφωνίες τους εκείνη τη σφραγίδα αυτόχθονης προέλευσης που θα αποτελέσει σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του ευρωπαϊκού μουσικού εθνικισμού. Η επίσημη αναγνώριση - που είχε ως αποτέλεσμα να συμμετέχει ο Ν. ως επίτιμο μέλος στις πιο φημισμένες ευρωπαϊκές μουσικές ακαδημίες (Βιέννης, Πράγας, Κέιμπριτζ) - έφτασε και από την Αμερική, όταν ο Βοημός συνθέτης κλήθηκε να διευθύνει το Εθνικό Ωδείο της Νέας Υόρκης. Εκεί ο Ν. έμεινε τρία χρόνια, ως το 1895· κατόπιν, ίσως επειδή τον κατέλαβε η νοσταλγία, γύρισε στην πατρίδα του και, αρκετά χρόνια αργότερα, το 1901, διορίστηκε διευθυντής του Ωδείου της Πράγας. Στην Πράγα παρουσίασε, την ίδια χρονιά που διορίστηκε στο Ωδείο, το ωραιότερο θεατρικό του έργο, το Ρουσάλκα, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία κοινού και κριτικής. Η παραμονή ωστόστο του Ν. στην Αμερική υπήρξε μια από τις πιο έντονες στιγμές της καλλιτεχνικής του ευαισθησίας, γιατί ήταν η συνάντηση δύο μουσικών κόσμων: του αρχαιότατου και τέλεια ανέπτυγμένου κόσμου της Ευρώπης και του ακόμα άμορφου και σε αναβρασμό καινούργιου αμερικανικού πολιτισμού, που εκφραζόταν στα θλιμμένα νέγρικα τραγούδια. Η περίφημη συμφωνία αριθμός 95 που επονομάστηκε Του Νέου Κόσμου, την οποία ο Ν. σύνέθεσε το 1894, αποτελούσε, όπως ειπώθηκε, ένα είδος επιστολής προς τους φίλους του στην Ευρώπη, με θέμα την καινούργια αμερικανική μουσική ευαισθησία. Στην πρωτότυπη δημιουργία των θεμάτων και των ρυθμών των νέγρικων τραγουδιών, ο Ν. ανακάλυψε –και σε αυτό φάνηκε πράγματι καλός προφήτης– την ισχυρή και ελεύθερη φωνή μιας καινούργιας μουσικής μορφής. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία δεν στηρίζεται σε αυθεντικά νέγρικα θέματα, αλλά αναφέρεται σε πολλά από αυτά για να δανειστεί τέμπρο και ρυθμούς. Από τα οκτώ κουαρτέτα έγχορδων (1874-95) το λεγόμενο «του νέγρου» καθρεφτίζει, μαζί με άλλες συνθέσεις δωματίου του Ν. ύστερα από την παραμονή του στην Αμερική, τη γοητεία που ασκούσε στον Βοημό συνθέτη η μουσική που γεννήθηκε στις βαμβακοφυτείες του αμερικανικού Νότου. Η μεγάλη παραγωγή του Ν. περιλαμβάνει, εκτός από τις εννέα συμφωνίες και τις όπερες που ήδη αναφέρθηκαν, τρία κουιντέτα έγχορδων, μπαγκατέλες για αρμόνιο, βαριατσιόνες, ουμορέσκ και, από θρησκευτικής πλευράς, εκτός από το Stabat, μια Λειτουργία σε ρε μείζονα (1887), ένα Te Deum για χορωδία και ορχήστρα με δυνατό δραματικό περιεχόμενο, και πολλούς ύμνους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”